τοσος

τοσος
    τόσος
    эп. тж. τόσσος 3
    такой (не)большой, столь (не)значительный, столь немногочисленный
    

δὴς τ. Soph. — вдвое больший;

    τ. …, ὅσος или ὡς Hom., Aesch.; — столь великий или многочисленный …, как;
    ὅσῳ (μᾶλλον) …, τόσῳ (μᾶλλον) Xen. — чем более …, тем более;
    τόσα καὴ τόσα ἔτη Dem. — столько-то и столько-то лет;
    ἐκ τόσου Her., Plat.; — со столь давнего времени, с тех самых пор - см. тж. τόσον


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τοσος" в других словарях:

  • τόσος — so great masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • τόσος — η, ο αντων. δεικτική και συσχετική 1. τέτοιος σε μέγεθος, ποσό, διάρκεια, όγκο, ένταση κλπ : Τόσα χρήματα πήρε. 2. αυτός που έχει ίσο περίπου μέγεθος με ό,τι δείχνω: Η βιβλιοθήκη του ήταν τόση. 3. εξίσου με κάτι άλλο: Όσα είπε, τόσα άκουσα. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσων — τόσος so great fem gen pl τόσος so great masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσω — τόσος so great masc/neut nom/voc/acc dual τόσος so great masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»